παίωνες

παίωνες
παίων
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Παιῶνες — Παιάν physician masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιῶνες — Παιάν physician masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παίωνες — Παιάν physician masc nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παιωνικός — παιωνικός, ή, όν (Α) [παιών] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιατρική τέχνη, θεραπευτικός 2. (για μετρικό πόδα) αυτός που αποτελείται από παιώνες («παιωνικαὶ ῥυθμοποιίαι», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • κρητικό μέτρο — Στην αρχαία ελληνική μετρική, κ.μ. ονομαζόταν το μέτρο που αποτελείτο από παίωνες, είδος ποδών. Κάθε παίων συνίστατο από πέντε πρώτους χρόνους, δηλαδή από μία τρίχρονη θέση και μία δίχρονη άρση (U U U | U U). Το κύριο μετρικό σχήμα του πόδα αυτού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”